Συμπληρώθηκαν φέτος, 2024, σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη και το παρόν σημείωμα έρχεται να τονώσει, τη μνήμη του μεγάλου αυτού Έλληνα δημιουργού, ο οποίος με τα τραγούδια του έκανε πολλές καρδιές να συγκινηθούν και έτσι να «θεραπευτούν». Αυτό, το λέει στο τραγούδι του «Κι αν πάθεις και καμιά ζημιά» (1950): «Απόψε με τον πόνο μου, καρδούλες θα ματώσω».
Το «βασικό» έργο του Τσιτσάνη, το αποτελούν γύρω στα 350 τραγούδια, ηχογραφημένα σε δίσκους γραμμοφώνου, 78 στροφών, από το 1936 ως το 1955. Τα τραγούδια αυτά χωρίζονται σε τρεις χρονικές κατηγορίες: 101 «προπολεμικά», 30 «κατοχικά» και 220 «μεταπολεμικά».
Τα «προπολεμικά», τα
συνέθεσε στη Θεσσαλονίκη όταν βρέθηκε εκεί φαντάρος (1938-1940). Για να τα ηχογραφεί
ο Τσιτσάνης, κατέβαινε στην Αθήνα με άδειες τις οποίες συχνά παραβίαζε με
αποτέλεσμα τιμωρίες, ακόμα και πειθαρχείο. Έτσι κάποια φορά το 1938, συνέθεσε στο
πειθαρχείο, την περίφημη «Αρχόντισσα», με αφορμή κάποιο προσωπικό του «μεράκι».
Ο προπολεμικός Τσιτσάνης, παρουσιάζει χαρακτηριστικά μουσικά στοιχεία, που τον
ξεχωρίζουν από τον κατοχικό και μεταπολεμικό. Οι μελωδίες του λοιπόν, στην
περίοδο αυτή, είναι περισσότερο «ερευνητικές» και κινούνται στο γνωστό
«ρεμπέτικο» μουσικό κλίμα του τέλους της δεκαετίας του ’30, φαίνεται δε να
προετοιμάζουν το ύφος που θα τον χαρακτήριζε στη σημαντική του δεκαετία τού ’40.
Ο «κατοχικός»
Τσιτσάνης, είναι ανεπανάληπτος και ασύγκριτος. Στη διάρκεια της γερμανικής
κατοχής (1941-1945), στη Θεσσαλονίκη, συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια (τα ονομαζόμενα
«κατοχικά»), τα οποία ηχογράφησε από το 1946 και μετά, όταν άνοιξε το
εργοστάσιο παραγωγής δίσκων το οποίο είχαν κλείσει για τρία χρόνια οι Γερμανοί!
Τα 30 «κατοχικά» τραγούδια του Τσιτσάνη θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του
και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα: «Χατζή Μπαξές»
(1942), «Της Μαστούρας ο σκοπός» (1942), «Αραπίνες» (1942), «Αχάριστη» (1942),
«Δε με στεφανώνεσαι» (1942-45), «Όλα για σένα κούκλα μου» (1942-45)… Αξιοπρόσεκτο,
και πολύ σπάνιο, είναι ότι αυτά τα συνέθεσε όταν ήταν μόλις 26-29 ετών, ενώ
γνωρίζουμε ότι το απόγειο της δημιουργίας των συνθετών (και παγκοσμίως...)
είναι περίπου τα 40-45 χρόνια.
Ο Τσιτσάνης δεν
έγραψε ούτε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ούτε
και για τη γερμανική κατοχή. Έγραψε
όμως για τον εμφύλιο πόλεμο και μάλιστα με καταλλήλως καμουφλαρισμένα στιχάκια
ώστε να μην τα «κόψει» η λογοκρισία της
εποχής. Ένα απ’ αυτά είναι το σπάνιο αριστούργημα «Κάποια μάνα αναστενάζει»,
στα στιχάκια του οποίου είχε συμμετοχή ο Μπάμπης Μπακάλης.
Ο Ντίνος
Χριστιανόπουλος, μου είπε ότι ο Τσιτσάνης είχει «τραυματιστεί» σε ένα δάχτυλό
του αριστερού χεριού του, από το πολύωρο και επίμονο παίξιμο και μάλιστα υπάρχει
περίπτωση για μια μικροχειρουργική (πλαστική;) επέμβαση. Ο Τσιτσάνης «μάτωνε»
(ίσως και κυριολεκτικά...) όταν συνέθετε, μορφοποιούσε και τελειοποιούσε τα
τραγούδια του. Κανένας άλλος δημιουργός, δεν ξέρουμε να εργαζόταν σ’ αυτόν τον
βαθμό.
Έχουν κατά καιρούς
ειπωθεί και γραφτεί διάφορα για τις πολιτικές πεποιθήσεις ή και τις «επιλογές»
του Τσιτσάνη. Ουδέν γελοιωδέστερον! Ο Βασίλης Τσιτσάνης συμπεριφερόταν πάντα ως
ένας πανέλλην και ακριβώς αυτό αποπνέουν τα «ακριβά» του τραγούδια.